Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

εἰωθυιῶν θηλυκό

  • γενική πληθυντικού, μετοχής ενεργητικού παρακειμένου, θηλυκού γένους, του ρήματος ἔθω