Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ευκταίοι

  1. ευκταίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ευκταίος, στην κλητική του πληθυντικού