Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ευκταίο

  1. ευκταίος, στην αιτιατική του ενικού

ευκταίο, ουδέτερο του ευκταίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού