Ετυμολογία

επεξεργασία
ετήσιοι δακτύλιοι < → δείτε τις λέξεις ετήσιοι και δακτύλιοι

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ετήσιοι δακτύλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (βοτανική): σειρά ομόκεντρων κύκλων που εμφανίζονται σε οριζόντια τομή κορμού δένδρων που αποτελούν ένδειξη προσεγγιστικού καθορισμού της ηλικίας τους.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η χρωματική διαφοροποίηση αυτών των δακτυλίων οφείλεται στη διαφορά υφής του εναλλασσόμενου ανοιξιάτικου και φθινοπωρινού ξύλου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία