Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετήσιοι δακτύλιοι < → δείτε τις λέξεις ετήσιοι και δακτύλιοι

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ετήσιοι δακτύλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (βοτανική): σειρά ομόκεντρων κύκλων που εμφανίζονται σε οριζόντια τομή κορμού δένδρων που αποτελούν ένδειξη προσεγγιστικού καθορισμού της ηλικίας τους.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η χρωματική διαφοροποίηση αυτών των δακτυλίων οφείλεται στη διαφορά υφής του εναλλασσόμενου ανοιξιάτικου και φθινοπωρινού ξύλου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία