Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερρωμένως < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ερρωμένως

  • με δύναμη, θάρρος, ανδρεία, αποφασιστικότητα, σθένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία