Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανελλήνιση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανελλήνιση θηλυκό

  1. (νεολογισμός) επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων αυτούσιων ή εκδημοτικισμένων
  2. (πολιτική) αντικατάσταση των σύγχρονων εθίμων και θρησκείας με αρχαιότερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία