επανελλήνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανελλήνιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανελλήνιση θηλυκό
- (νεολογισμός) επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων αυτούσιων ή εκδημοτικισμένων
- (πολιτική) αντικατάσταση των σύγχρονων εθίμων και θρησκείας με αρχαιότερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανελλήνιση
|