Ετυμολογία

επεξεργασία
επίρρωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίρρωσις θηλυκό

  • Αύξηση της δυνάμεως, ενδυνάμωση, ενίσχυση.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία