Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίρρωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίρρωσις θηλυκό

  • Αύξηση της δυνάμεως, ενδυνάμωση, ενίσχυση.

  Μεταφράσεις επεξεργασία