εξέταστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξέταστρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξέταστρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για να συμμετάσχει σε εξετάσεις
- μα είναι δυνατόν τα δίδακτρα να είναι λιγότερα από τα εξέταστρα;
Σημειώσεις επεξεργασία
- αν και δεν συνηθίζεται, προφορικά χρησιμοποιείται και ο ενικός εξέταστρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξέταστρα
|