Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαι

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκσπώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εκσπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία