Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπλήττω < αρχαία ελληνική ἐκπλήττω, αττικός τύπος του ἐκπλήσσω

  Ρήμα επεξεργασία

εκπλήττω