Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγκεφαλονωτιαίοι

  1. εγκεφαλονωτιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εγκεφαλονωτιαίος, στην κλητική του πληθυντικού