Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγκεφαλονωτιαίο

  1. εγκεφαλονωτιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εγκεφαλονωτιαίο, ουδέτερο του εγκεφαλονωτιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού