εγκεφαλονωτιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεγκεφαλονωτιαίο
- εγκεφαλονωτιαίος, στην αιτιατική του ενικού
εγκεφαλονωτιαίο, ουδέτερο του εγκεφαλονωτιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού