είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

  • (για άτομο) είμαι πολύ έμπειρος σε έναν χώρο (επαγγελματικό, κοινωνικό, κλπ)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία