Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόρυ ὀρεκτόν → δείτε τις λέξεις ὀρεκτόν και δόρυ

  Έκφραση επεξεργασία

δόρυ ὀρεκτόν ουδέτερο

  • (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μικρή απόσταση

Αντώνυμα επεξεργασία