Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δωδωναίο

  1. δωδωναίος, στην αιτιατική του ενικού

δωδωναίο, ουδέτερο του δωδωναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού