Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσνοήτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δυσνόητ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

δυσνοήτως

  Πηγές επεξεργασία