Δείτε επίσης: δολοφόνισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δολοφόνησα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δολοφονώ