δικαιοπρακτών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαιοπρακτών < δικαιοπραξία + -ών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικαιοπρακτών αρσενικό
- (νομικός όρος) αυτός που κάνει κάποια δικαιοπραξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικαιοπρακτών
|
δικαιοπρακτών αρσενικό
|