Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διημερεύω < διά + ημέρ- + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

διημερεύω

  • περνώ τη διάρκεια της ημέρας σε συγκεκριμένο μέρος
οι προσκυνητές διημέρευσαν στο μοναστήρι
διημερεύον φαρμακείο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία