Δείτε επίσης: διαπασών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< διὰ πασῶν (τῶν χορδῶν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαπασῶν θηλυκό άκλιτο

  • η δια πασών των χορδών μουσική συμφωνία