Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δείξη < δεῖξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δείξη θηλυκό

  • η γλωσσική λειτουργία κατά την οποία χρησιμοποιούμε στοιχεία από το περιβάλλον τού ομιλητή (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) προκειμένου να αναφερθούμε σε (να δείξουμε προς) αυτόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία