Ετυμολογία

επεξεργασία

δαίνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *da

δαίνυμι

  1. παραδίδω συμπόσιο ή γλέντι, κάνω τραπέζι, φιλεύω, ευωχώ, τραπεζώνω
  2. (στην αιτιατική) παραθέτω πλούσιο τραπέζι σε κάποιον
  3. γλεντοκοπώ, καταβροχθίζω, τρώω
  4. (λέγεται για το δηλητήριο) καταναλώνω