δαίνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδαίνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *da
Ρήμα
επεξεργασίαδαίνυμι
- παραδίδω συμπόσιο ή γλέντι, κάνω τραπέζι, φιλεύω, ευωχώ, τραπεζώνω
- (στην αιτιατική) παραθέτω πλούσιο τραπέζι σε κάποιον
- γλεντοκοπώ, καταβροχθίζω, τρώω
- (λέγεται για το δηλητήριο) καταναλώνω