Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δήξις < αρχαία ελληνική δῆξις < δάκνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δήξις θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία