Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύπη < γύψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γύπη θηλυκό

  • η φωλιά του γύπα και των μικρών του