γωνιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγωνιαίο
- γωνιαίος, στην αιτιατική του ενικού
γωνιαίο, ουδέτερο του γωνιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
γωνιαίο
γωνιαίο, ουδέτερο του γωνιαίος