Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυπιάς < γύψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυπιάς-άδος θηλυκό

  • βράχος στον οποίο κάθονται γύπες