Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνητικός < γυμνήτης

  Επίθετο

επεξεργασία

γυμνητικός, ή, όν

  • ο σχετικός με τον γυμνήτη, τον ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη