γυιόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυιόω < γυιός
Ρήμα
επεξεργασία- γυιόω-γυιῶ
- τραυματίζω κάποιον
- καθιστώ κάποιον ανάπηρο στα χέρια ή στα πόδια, συνήθως στα πόδια
- αποδυναμώνω κάποιον
- παθητικό: τραυματίζομαι, μένω ανάπηρος, αλλά και αποδυναμώνομαι, χάνω τη δυναμή μου