Ετυμολογία

επεξεργασία
γυιόω < γυιός


γυιόω-γυιῶ
  1. τραυματίζω κάποιον
  2. καθιστώ κάποιον ανάπηρο στα χέρια ή στα πόδια, συνήθως στα πόδια
  3. αποδυναμώνω κάποιον
  4. παθητικό: τραυματίζομαι, μένω ανάπηρος, αλλά και αποδυναμώνομαι, χάνω τη δυναμή μου