Ετυμολογία

επεξεργασία
γρυκτός < γρῦ

  Επίθετο

επεξεργασία

γρυκτός, -ή, -όν

  • κάτι που γρυλίζει, ψελλίζει κάποιος
ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; (τολμάτε να πείτε κάτι; έχετε τίποτα να απαντήσετε, να ψελλίσετε;)