γοϊδελική γλώσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γοϊδελική γλώσσα < → λείπει η ετυμολογία
και γοϊδελική/γοϊδελικές
Ουσιαστικό επεξεργασία
γοϊδελική γλώσσα θηλυκό
- κλάδος κέλτικων γλωσσών, τα ιρλανδικά, τα μάνξ και τα σκωτικά γαελικά