Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γναθιαίοι

  1. γναθιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. γναθιαίος, στην κλητική του πληθυντικού