Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γναθιαίο

  1. γναθιαίος, στην αιτιατική του ενικού

γναθιαίο, ουδέτερο του γναθιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού