γναθιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγναθιαίο
- γναθιαίος, στην αιτιατική του ενικού
γναθιαίο, ουδέτερο του γναθιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
γναθιαίο
γναθιαίο, ουδέτερο του γναθιαίος