Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκούγκολ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκούγκολ ουδέτερο άκλιτο

  • [10^100], αριθμός ισοδύναμος με το δέκα υψωμένο στην εκατοστή δύναμη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία