γκαρδιλάγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαρδιλάγκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαρδιλάγκος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) λαιμός, λάρυγγας
- Στέγνωσ' ο γκαρδιλάγκος μου. (Μενέλαος Λουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη, 1971)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκαρδιλάγκος
|