Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουσουρούμ < ίσως από την πιάτσα των Εβραίων στα παλιατζίδικα του κέντρου της Αθήνας (το ρουμ στα τουρκικά ήταν ο Ρωμηός, ο Έλληνας), ίσως και επώνυμο Εβραίου παλαιοπώλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουσουρούμ ουδέτερο άκλιτο

  1. το κέντρο της Αθήνας με παλιατζίδικα
  2. χαρακτηρισμός για κάτι παλιό, άχρηστο, άνευ αξίας
    Είναι για το γιουσουρούμ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία