Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γιγαντιαίο

  1. γιγαντιαίος, στην αιτιατική του ενικού

γιγαντιαίο, ουδέτερο του γιγαντιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού