→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γημόρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γημόρος αρσενικό

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.