Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γηθυλλίς < γήθυον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γηθυλλίς θηλυκό ( & δωρικός τύποςγαθυλλίς)