Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαργαλής < γάργαλος

  Επίθετο επεξεργασία

γαργαλής, ής, ές

  1. που γαργαλιέται εύκολα
  2. υπερευαίσθητος, που δυσανασχετεί (για άλογο που του βάζεις δύσκολα χαλινάρι)