Ετυμολογία

επεξεργασία
βόρτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόρτο ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) θολωτή είσοδος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία