Ετυμολογία

επεξεργασία
βυκάνη από το αρχαιοελληνικό βύκτης < θορυβώδης, καυχησιάρης, ηχητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βυκάνη θηλυκό

  • φυσική σάλπιγγα φτιαγμένη από κέρατο