Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρομοκατησχυμμένος < βρομο- + κατησχυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του καταισχύνω

  Μετοχή επεξεργασία

βρομοκατησχυμμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία