Ετυμολογία

επεξεργασία
βασιλίζω < λείπει η ετυμολογία

βασιλίζω

  • Είμαι με το μέρος ή με την πολιτική παράταξη του βασιλιά
    Τοῦτο τοὺς Χαλκιδεῖς ἐποίησε βασιλίσαι προθυμότατα καὶ τὴν πόλιν αὐτῷ πρὸς τὸν πόλεμον ὁρμητήριον παρασχεῖν. (Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Τίτος Φλαμίνιος, 16)