βαθυκόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαθυκόρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθυκόρος αρσενικό
- είναι το πλωτό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκβάθυνση και τον καθαρισμού του βυθού λιμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθυκόρος
|