βάνταλα
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάνταλα, παιγνιώδης πλαστή λέξη < ἄνταλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάνταλα άκλιτο
- πλαστή λέξη που συναντάται στην έκφραση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βάνταλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].