Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐγόν < αρχαία ελληνική ᾠόν, από συνεκφορά: τα ᾠά < ταωά < ταωγά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αὐγόν ουδέτερο

  • γραφή της λέξης αβγό μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα