Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰώρημα < αἰωροῦμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἰώρημα ουδέτερο

  1. αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα
  2. σχοινί που κρέμεται, αγχόνη


Συγγενικά επεξεργασία