Δείτε επίσης: αιχμαλωσία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἰχμαλωσία θηλυκό

  1. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι αιχμάλωτος
  2. σύνολο αιχμαλώτων