Ετυμολογία

επεξεργασία
αστυνομική επιτήρηση < → δείτε τις λέξεις αστυνομική και επιτήρηση

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αστυνομική επιτήρηση θηλυκό

  • (νομικός όρος): ο περιορισμός κινήσεων ενός προσώπου υπό της αστυνομικής αρχής που τίθεται ως πρόσθετη ποινή σε άλλη βαρύτερη.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία