Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστυνομική επιτήρηση < → δείτε τις λέξεις αστυνομική και επιτήρηση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αστυνομική επιτήρηση θηλυκό

  • (νομικός όρος): ο περιορισμός κινήσεων ενός προσώπου υπό της αστυνομικής αρχής που τίθεται ως πρόσθετη ποινή σε άλλη βαρύτερη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία