Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ασέξουαλς ουδέτερο στον πληθυντικό

  • εναλλακτικός πληθυντικός της λέξης: "ασέξουαλ"